ουρλιούμαι: ουρλιάζω
όξω: έξω
οξιά: είδος δέντρου που ευδοκιμεί στην περιοχή
ούρδα: παραδοσιακό τυρί, μα και προσβλητική προσφώνηση (π.χ. “Ούρδα με τον ούρδας'”!)
ουβρός: αυλή
ουρσούηζσ: γρουσούζης
ουρζουλαμάς: βρισιά
όχτικας: (μεταφ) κατάρα, μπελάς
(α)ουπαντά: το ένα πάνω στο άλλο
οντάς (τουρκ): δωμάτιο
οντάς (τουρκ): δωμάτιο